διακονικός

διακονικός
-ή, -ό (AM διακονικός, -ή, -όν)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάκονο και στην υπηρεσία του
1. το ουδ. εν. ως ουσ. το διακονικό
α) η δεξιά κόγχη τού Αγίου Βήματος
β) το σκευοφυλάκιο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διακονικά
όσα εκφωνούνται ή ψάλλονται από τον διάκονο κατά την τέλεση τών ακολουθιών
αρχ.
1. ο χρήσιμος, ο κατάλληλος για υπηρεσία, εξυπηρέτηση
2. φρ. «διακονικὰ ἔργα» ή «διακονικαὶ πράξεις» — οι ασχολίες τών υπηρετών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διακονικός — διᾱκονικός , διακονικός serviceable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο διάκονο: Εκτελεί διακονικά καθήκοντα κάθε Κυριακή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακονικά — διᾱκονικά , διακονικός serviceable neut nom/voc/acc pl διᾱκονικά̱ , διακονικός serviceable fem nom/voc/acc dual διᾱκονικά̱ , διακονικός serviceable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονικῶν — διᾱκονικῶν , διακονικός serviceable fem gen pl διᾱκονικῶν , διακονικός serviceable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονικόν — διᾱκονικόν , διακονικός serviceable masc acc sg διᾱκονικόν , διακονικός serviceable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՍԱՐԿԱՒԱԳԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0701 Chronological Sequence: Unknown date ա. διακονικός ministratorius. Սեպհական սարկաւագի եւ սարկաւագութեան. պաշտօնական. *Ստեփանոս երկոտասանից առաքելոցն ցնծութիւն. քանզի առաջին պտուղ նոցա սարկաւագական նախաձեռնութեան՝ աստուծոյ մատուցաւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍՊԱՍԱՒՈՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0737 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 14c ա. λειτουργικός, ὐπεργητικός, διακονικός ministralis, administratorius. Որ ինչ անկ է սպասաւորաց կամ սպասաւորութեան եւ պաշտաման, եւ հարկաւոր, որպէս սպասահարկու …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • διακονικοί — διᾱκονικοί , διακονικός serviceable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονικοῦ — διᾱκονικοῦ , διακονικός serviceable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονικούς — διᾱκονικούς , διακονικός serviceable masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”